ολομερής

ολομερής
-ές (Α ὁλομερής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη.
επίρρ...
ολομερώς (Α ὁλομερῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. ομοιο-μερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁλομερής — in entire parts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλομερῆ — ὁλομερής in entire parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλομερής in entire parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλομερής in entire parts masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλομερῶν — ὁλομερής in entire parts masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλομερῶς — ὁλομερής in entire parts adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολομέρεια — η (Μ ὁλομέρεια) [ολομερής] νεοελλ. το σύνολο τών μερών ενός συνόλου, δηλ. μιας ολοκληρωμένης ομάδας μσν. η συνύπαρξη όλων τών μερών, η ακεραιότητα …   Dictionary of Greek

  • ολομερώς — (Α ὁλομερῶς) επίρρ. βλ. ολομερής …   Dictionary of Greek

  • ԲՈԼՈՐԱՄԱՍՆ — ( ) NBH 1 502 Chronological Sequence: 9c ա. ὀλομερής integer, nulla parte resecta Ամբողջ եւ անթերի մասամբք. կատարեալ. *Անքանակն քանակաւորի բոլորամասն մարմնով: Բոլորամասն իննամսեայ ժամանակաւ ծնանի յայրին. Զքր. կթ. ծն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”