ὁλομερής — in entire parts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομερῆ — ὁλομερής in entire parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλομερής in entire parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλομερής in entire parts masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομερῶν — ὁλομερής in entire parts masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομερῶς — ὁλομερής in entire parts adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολομέρεια — η (Μ ὁλομέρεια) [ολομερής] νεοελλ. το σύνολο τών μερών ενός συνόλου, δηλ. μιας ολοκληρωμένης ομάδας μσν. η συνύπαρξη όλων τών μερών, η ακεραιότητα … Dictionary of Greek
ολομερώς — (Α ὁλομερῶς) επίρρ. βλ. ολομερής … Dictionary of Greek
ԲՈԼՈՐԱՄԱՍՆ — ( ) NBH 1 502 Chronological Sequence: 9c ա. ὀλομερής integer, nulla parte resecta Ամբողջ եւ անթերի մասամբք. կատարեալ. *Անքանակն քանակաւորի բոլորամասն մարմնով: Բոլորամասն իննամսեայ ժամանակաւ ծնանի յայրին. Զքր. կթ. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)